Ο πρωταρχικός σκοπός του υπερηχογραφήματος είναι ο εξαιρετικά αναλυτικός έλεγχος της ανατομίας του εμβρύου και αφορά σε όλα τα ζωτικά όργανά του.
Συγκεκριμένα εξετάζονται:
-
Κεφαλή και εγκέφαλος
-
Πρόσωπο
-
Θώρακας και πνεύμονες
-
Καρδιά
-
Σπονδυλική στήλη και αυχένας
-
Ουροποιητικό σύστημα
-
Γαστρεντερικό σύστημα
-
Κοιλιακό τοίχωμα
-
Άνω και κάτω άκρα
-
Γεννητικά όργανα (εφόσον οι γονείς το επιθυμούν, τους γνωστοποιείται με ακρίβεια το φύλο του εμβρύου).
Το ποσοστό ανίχνευσης ανωμαλιών είναι διαφορετικό για κάθε σύστημα του οργανισμού του εμβρύου.
Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι ένα φυσιολογικό υπερηχογράφημα δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει την ύπαρξη ανατομικών ανωμαλιών στο έμβρυο και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:
Καταρχήν γιατί το έμβρυο είναι ένας ταχύτατα αναπτυσσόμενος οργανισμός.Κάτι που έχει απεικονιστεί φυσιολογικό στη δεδομένη χρονική στιγμή της εξέτασης είναι δυνατό να μην εξελιχθεί με τον αναμενόμενο φυσιολογικό τρόπο.
Κατά δεύτερο, όσο λεπτομερής και αν είναι η παρούσα εξέταση, δεν μπορεί να ελέγξει τα πάντα στο έμβρυο και κυρίως δεν είναι σε θέση να ελέγξει την λειτουργία των οργάνων.
Είναι γεγονός όμως ότι όσο πιο λεπτομερής είναι ο συγκεκριμένος έλεγχος και όταν πραγματοποιείται λαμβάνοντας υπόψη τα πρωτόκολλα του Ιδρύματος Ιατρικής Εμβρύου (Fetal Medicine Foundation – FMF, www.fetalmedicine.com ) οι πιθανότητες ύπαρξης ανατομικής ανωμαλίας στο έμβρυο ελαχιστοποιούνται.
Πέραν του αναλυτικού ελέγχου της ανατομίας του εμβρύου, κατά την εξέταση β’ επιπέδου:
-
Εξετάζονται οι δείκτες χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Οι δείκτες αυτοί συνεκτιμώνται με τους δείκτες του πρώτου τριμήνου και πραγματοποιείται έτσι επαναπροσδιορισμός του ρίσκου χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Η ύπαρξη ενός ή περισσότερων τέτοιων δεικτών στο έμβρυο, αυξάνει το ρίσκο χρωμοσωμικών ανωμαλιών σε αυτό, δεν συνιστά όμως από μόνη της πρόβλημα και φυσικά δεν σημαίνει ότι το έμβρυο πάσχει από κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία. Όπως και στην περίπτωση της αυξημένης αυχενικής διαφάνειας, στις περισσότερες των περιπτώσεων και ειδικά όταν οι δείκτες είναι μεμονωμένα ευρήματα, αποτελούν παραλλαγή του φυσιολογικού. Ανάλογα με το βαθμό που θα αυξηθεί το ρίσκο, συνιστάται κατόπιν συνεννόησης με το θεράποντα ιατρό, περαιτέρω διερεύνηση χρησιμοποιώντας είτε τον επεμβατικό, είτε το μη επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η εξέταση β’ επιπέδου έχει από μόνη της χαμηλή ακρίβεια όσον αφορά στην ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών και για το λόγο αυτό πρέπει πάντα να συνδυάζεται με την εξέταση της αυχενικής διαφάνειας στο πρώτο τρίμηνο.
-
Ελέγχεται η ανάπτυξη και προσδιορίζεται το βάρος του εμβρύου.
-
Εκτιμάται η ποσότητα του αμνιακού υγρού.
-
Ελέγχεται η θέση και ο βαθμός ωρίμανσης του πλακούντα.
-
Προσδιορίζεται το ρίσκο για πρόωρο τοκετό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της μέτρησης του τραχήλου της μήτρας σε συνδυασμό με το ιστορικό της εγκύου. Η συγκεκριμένη μέτρηση πραγματοποιείται διακολπικά προκειμένου να διασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Αν το ρίσκο για πρόωρο τοκετό αποδειχθεί αυξημένο, είμαστε σε θέση επιλέγοντας την κατάλληλη θεραπεία και σε συνεργασία πάντα με το θεράποντα ιατρό να μειώσουμε σημαντικά τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού πριν τις 32 εβδομάδες.
-
Προσδιορίζεται ο κίνδυνος προεκλαμψίας και υπολειπόμενης σωματικής ανάπτυξης του εμβρύου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ελέγχου της ροής στα μητριαία αγγεία της μητέρας με την βοήθεια του Doppler. Εάν οι αντιστάσεις στα μητριαία αγγεία αποδειχθούν αυξημένες, αυξάνεται ο κίνδυνος να παρουσιάσει η μητέρα αυξημένη πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενδεχομένως και προεκλαμψία, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και ο κίνδυνος το έμβρυο να μην αναπτυχθεί επαρκώς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είμαστε σε θέση επιλέγοντας την κατάλληλη θεραπεία και σε συνεργασία πάντα με τον θεράποντα ιατρό να μειώσουμε τον κίνδυνο.
Το Υπερηχογράφημα Β’ Επιπέδου είναι απαραίτητο ακόμα και αν έχει πραγματοποιηθεί χρωμοσωμικός έλεγχος του εμβρύου με αμνιοπαρακέντηση ή λήψη τροφοβλάστης (CVS), αφού ο φυσιολογικός καρυότυπος δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την φυσιολογική ανατομία του εμβρύου.